εριόμετρο

εριόμετρο
Ειδικό μικροσκόπιο με το οποίο ταξινομείται το μαλλί. Παλαιότερα το χρησιμοποιούσαν για τη μέτρηση του πάχους των μικροσκοπικών σωμάτων των φυτικών ινών. Σήμερα χρησιμοποιούνται τελειότερα όργανα.
* * *
το
όργανο με το οποίο μετρούσαν παλαιότερα το πάχος πολύ μικρών σωμάτων, π.χ. αιμοσφαιρίων κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + μέτρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”